Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλοιός
ουσιαστικό αρσενικό 1 ce`rchio ~m~ di ferri, colla`re ~m~ 2 (fig) ce`rchio ~m~ η αστυνομία είχε δημιουργήσει κλοιό γύρω από το κτίριο == la polizia aveva accerchiato l'edificio | o κλοιός γύρω από το δολοφόνο στενεύει συνεχώς == il cerchio intorno all'assassino si va stringendo | ένας πύρινoς κλοιός == un cerchio di fuoco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |