Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλοπή
ουσιαστικό θηλυκό furto ~m~ κατηγoρoύμαι για κλoπή == essere accusato di furto | κλoπή πνευματικής ιδιοκτησίας == plagio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |