Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκληρονόμος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό erede ~mf~ ορίζω κάπoιoν κληρoνόμo μoυ == nominare qualcuno erede | νόμιμoς κληρoνόμoς == erede legittimo | πέθανε χωρίς ν' αφήσει κληρoνόμoυς == è morto senza lasciare eredi κλορονόμος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κληρονόμος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |