Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κληρώνομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere estra`tto a sorte, e`ssere sorteggia`to κληρώθηκε o αριθμός μου == è stato sorteggiato il mio numero

κληρώνω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

sorteggia`re, estra`rre a sorte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κληρωμένος κλήρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---