Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκληρώνομαι
ρήμα παθητικό e`ssere estra`tto a sorte, e`ssere sorteggia`to κληρώθηκε o αριθμός μου == è stato sorteggiato il mio numero κληρώνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο sorteggia`re, estra`rre a sorte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |