Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλίβανος
ουσιαστικό αρσενικό 1 forno ~m~ 2 autocla`ve ~f~ κλίβανος ουσιαστικό ουδέτερο fo`rno ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |