Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλιμακώνομαι
ρήμα παθητικό aumenta`re gradualme`nte, intensifica`rsi, acui`rsi, inaspri`rsi στο βιβλίο του η ένταση κλιμακώνεται από σελίδα σε σελίδα == nel suo libro la tensione aumenta di pagina in pagina | κλιμακώνεται η σύγκρoυση == il conflitto si va inasprendo κλιμακώνω ρήμα μεταβατικό 1 gradua`re, dispo`rre per gradi 2 (fig) aumenta`re gradualme`nte, intensifica`re, inaspri`re, acui`re τα συνoριακά επεισόδια κλιμάκωσαν την ένταση μεταξύ των δύο χωρών == gli incidenti di confine hanno acuito la tensione tra i due paesi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |