Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλιμακτήριος  
ουσιαστικό θηλυκό

peri`odo ~m~ climate`rico, climate`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλιμακτηρικός κλιμακώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---