Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλιμάκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 graduazio`ne ~f~
2 escalation ~f~ /εσκαλέσιον/, aume`nto ~m~ gradua`le, progressi`vo, intensificazio`ne ~f~ κλιμάκωση πoλέμoυ == escalation di una guerra | κλιμάκωση των προσπαθειών == intensificazione degli sforzi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλιμακώνω κλιμακωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---