Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλιματισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

a`ria ~f~ condiziona`ta συσκευή κλιματισμού == condizionatore (d'aria), apparecchio condizionatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλιματικός κλιματιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---