Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλινοσκέπασμα
ουσιαστικό ουδέτερο ((specialmente al plurale)) cope`rta ~f~ κλινοσκεπάσματα ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός biancheri`a ~f~ da letto e cope`rte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |