Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλινοσκέπασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

((specialmente al plurale)) cope`rta ~f~

κλινοσκεπάσματα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

biancheri`a ~f~ da letto e cope`rte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλινικός κλίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---