Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλίμακα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((letterario)) scala ~f~ 2 metrologia scala ~f~ θερμoμετρική κλίμακα == scala termometrica | κλίμακα Κελσίου == scala Celsius | κλίμακα Ρίχτερ == scala Richter 3 musica scala ελάσσων κλίμακα == scala minore 4 geometria di piante e disegni scala ~f~ κλίμακα 1:500 == scala di 1:500 5 (fig) scala ~f~ έφτασε στην κορυφή της ιεραρχικής κλίμακας == è giunto in cima alla scala gerarchica+++σε μεγάλη, σε ευρεία κλίμακα == su larga, su vasta scala permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |