Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλιμάκιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((letterario)) scali`no ~m~, gradi`no ~m~
2 militare scaglio`ne ~m~
3 militare grado ~m~ ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια == i gradi píù alti della gerarchia militare
4 ((per estensione)) rappresenta`nza ~f~, delegazio`ne ~f~, gru`ppo ~m~ κλιμάκιο του υπουργείoυ Δικαιoσύνης θα επισκεφθεί τα σωφρονιστικά ιδρύματα == una delegazione del ministrero della Giustizia visiterà gli Istituti di pena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλίμακα κλιμακοειδής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---