Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλήρος
ουσιαστικό αρσενικό 1 sorte`ggio ~m~, sorte ~f~ τραβώ κλήρο == estrarre, tirare a sorte, sorteggiare 2 quota ~f~, parte ~f~ di eredità 3 lotto ~m~ di terre`no assegna`to media`nte sorte`ggio 4 (fig) sorte ~f~, fortu`na ~f~ μoυ έπεσε ο κλήρος να της ανακοινώσω τo κακό μαντάτo == è toccato a me annunciarle la brutta nozitia 5 ecclesiastico clero ~m~ o καθολικός κλήρος == il clero cattolico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |