Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κληρονομιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 eredità ~f~ φόρος κληρονομιάς == tassa di successione
2 (fig) eredità ~f~, reta`ggio πνευματική κληρoνoμιά == eredità spirituale | η πρoστασία της εθνικής κληρoνoμιάς == la tutela del patrimonio nazionale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κληρονομημένος κληρονομικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ιστορική κληρονομιά = patrimonio [αρσ.] storico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---