Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κληροδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 diritto lega`nte ~m~
2 diritto testato`re

κληροδοτούσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κληροδότης]

κληροδότρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κληροδότης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κληροδοτημένος κληροδοτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---