GrecoItaliano


κληροδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 diritto lega`nte ~m~
2 diritto testato`re

κληροδοτούσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κληροδότης]

κληροδότρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κληροδότης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KLHRODOTHS100}}
---CACHE---