Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλήση
ουσιαστικό θηλυκό 1 chiama`ta ~f~, appe`llo ~m~ κλήση υπό τα όπλα == chiamata alle armi | oνoμαστική κλήση == appello nominale 2 chiama`ta ~f~ (telefo`nica) η αστυνομία λαβαίνει εκατοντάδες κλήσεις κάθε νύχτα == la polizia riceve centinaia di chiamate ogni notte | αστική κλήση == chiamata urbana | υπεραστική κλήση == chiamata interurbana | αριθμóς κλήσεως τηλεφωνικού δικτύoυ == prefisso 3 diritto manda`to ~m~ di comparizio`ne, citazio`ne 4 contravvenzio`ne, multa ~f~ πήρε κλήση για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας == ha preso una multa per eccesso di velocità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |