Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλονισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 tentenname`nto ~m~ 2 (fig) scossa ~f~, scosso`ne ~m~, chock ~m~ υπέστη νευρικό κλονισμό == ha avuto uno chock permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |