Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλονιζόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κλονίζω]
2 malfe`rmo
3 smo`sso
4 tentenna`nte
5 traballa`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλονίζομαι κλονίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---