Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλαίγομαι
ρήμα παθητικό pia`ngere mise`ria κλαίγω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κλαίω] κλαίω ρήμα αμετάβατο pia`ngere μου 'ρχεται να κλάψω == mi viene da piangere | κλαίω με λυγμούς == piangere singhiozzando | κλαίω από χαρά == piangere di gioia κλαίω ρήμα μεταβατικό pia`ngere, deplora`re, lamenta`re κλαίει το σκοτωμένο της παιδί == piange la morte del figlio | κλαίω τη μοίρα μου == piangere sulla propria sorte κλι§ω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κλαίω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |