GrecoItaliano


κλαίω  
ρήμα αμετάβατο

pia`ngere μου 'ρχεται να κλάψω == mi viene da piangere | κλαίω με λυγμούς == piangere singhiozzando | κλαίω από χαρά == piangere di gioia

κλαίω
ρήμα μεταβατικό

pia`ngere, deplora`re, lamenta`re κλαίει το σκοτωμένο της παιδί == piange la morte del figlio | κλαίω τη μοίρα μου == piangere sulla propria sorte

κλαίγω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κλαίω]

κλι§ω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κλαίω]

κλαίγομαι
ρήμα παθητικό

pia`ngere mise`ria

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KLAIW100}}
---CACHE---