Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλάμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

pia`nto ~m~ ξεσπώ σε κλάματα == scoppiare, prorompere in pianto | βάζω τα κλάματα == mettersi a piangere | μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα == mi vien da piangere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλακέρ κλαμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ξεσπώ σε κλάματα = scoppiare in lacrime


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---