Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαράκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ramo ~m~
2 ramosce`llo ~m~
3 stecche`tto ~m~
4 stecco ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλάρα κλαρί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---