Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαρίνο  
ουσιαστικό ουδέτερο

musica clari`no ~m~, clarine`tto ~m~ στέκω κλαρίνο == stare sull'attenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαρινέτο κλαρωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---