Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαδί  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ramo ~m~ κόβω τα κλαδιά ενός δέντρoυ == tagliare i rami di un albero
2 ramosce`llo ~m~, rame`tto ~m~ κλαδί ελιάς == un ramoscello d'olivo | δε μ' αφήνει σε χλωρό κλαρί == non mi dà tregua | βγαίνω στο κλαρί == darsi alla macchia | | darsi alla prostituzione

κλαρί
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κλαδί]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαδεύω κλαδιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---