Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλάδος  
ουσιαστικό αρσενικό

κλάδος s m ramo((anche in senso figurato)) σε ποιον κλάδο της ιατρικής έχει ειδικευτεί; == in quale ramo della medicina si è specializzato? προσφέρω κλάδο ελαίας == offrire un ramoscello d'olivo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαδίον κλαδοτσύμπανο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---