Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλακαδόρος  
ουσιαστικό αρσενικό

clacchi`sta ~mf~, claqueur ~m~ /κλακέρ/

κλακέρ
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κλακαδόρος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλάκα κλάμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---