Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλανιάρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κλανιάρης]

κλανιάρης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 caco`ne ~m~
2 coda`rdo ~m~
3 fifo`ne ~m~
4 pusilla`nime ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλανιά κλάνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---