Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλάνω  
ρήμα αμετάβατο

((volgare)) scoreggia`re, scorreggia`re

κλάνω
ρήμα μεταβατικό

((volgare)) manda`re qualcu`no a farsi fo`ttere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλανιάρης κλάξον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---