GrecoItaliano


κλοτσιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ca`lcio ~m~ με τις κλοτσιές == a calci
2 δίνω, τραβάω μια κλοτσιά == dare, tirare un calcio


κλοτσέα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κλοτσιά]

κλοτσά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κλοτσιά]

κλωτσιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κλοτσιά]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KLOTSIA100}}
---CACHE---