Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλοτσά
ουσιαστικό θηλυκό variante di [κλοτσιά] κλοτσέα ουσιαστικό θηλυκό variante di [κλοτσιά] κλοτσιά ουσιαστικό θηλυκό 1 ca`lcio ~m~ με τις κλοτσιές == a calci 2 δίνω, τραβάω μια κλοτσιά == dare, tirare un calcio κλωτσιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [κλοτσιά] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |