Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κλότσος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κλότσος  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) ca`lcio ~m~, calcio`ne ~m~ είναι του κλότσου και τον μπάτσου == lo trattano come una pezza da piedi

permalink
‹ κλοτσοπατινάδα
κλοτσοσκούφι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κλοτσέα [θηλ.ουσ]
κλοτσηδόν [επίρ.]
κλοτσημένος [επίθ.]
κλοτσιά [θηλ.ουσ]
κλοτσοπατινάδα [θηλ.ουσ]
κλότσος [ουσ αρσ ]
κλοτσοσκούφι {χωρ. γεν....
κλοτσώ {κλοτσάς.....
κλοτσώ {κλοτσάς.....
κλου [ουσ ουδ.]
κλούβα {χωρ. γεν....
κλουβί {κλουβ-ιού...
κλουβιάζω {κλούβιασ-...
κλουβιαίνω μππ. κλουβ...
κλουβιασμένος [επίθ.]
κλούβιος [επίθ.]
κλουθώ ακλουθάς, ...
κλυδωνίζομαι {κλυδωνίσ-...
κλυδωνίζω [ρ.]
κλυδωνισμένος [επίθ.]


{{ID:KLOTSOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti