Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλυδωνίζομαι
ρήμα παθητικό 1 marineria beccheggia`re, rolla`re, e`ssere sballotta`to 2 (fig) vacilla`re, e`ssere in crisi, e`ssere sconvo`lto η κυβέρνηση κλυδωνίζεται == il governo vacilla | η χώρα κλυδωνιζόταν από συνεχή επαναστατικά κινήματα == il paese era sconvolto da continui moti rivoluzionari permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |