Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλωθογυρίζω  
ρήμα αμετάβατο

gira`re, gironzola`re κλωθογυρίζω ανόρεχτα μες στο σπίτι == girare svogliatamente per casa | τα κλωθογυρίζω == tergiversare, nicchiare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλώζω κλώθω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---