Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλύσμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 clisma ~m~, cliste`re ~m~, enterocli`si ~f~ κάνω κλύσμα == fare un clistere
2 cliste`re ~m~, enterocli`sma ~m~, pere`tta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλυδωνισμός κλυστέριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---