Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλοτσώ  
ρήμα αμετάβατο

1 dare calci
2 di animali scalcia`re, ricalcitra`re
3 (fig) di arma da fuoco rincula`re
4 (fig) ricalcitra`re, impunta`rsi όταν του μιλάς για γάμο, κλοτσάει == quando gli parli di matrimonio, ricalcitra | κλοτσώ την τύχη του == dare un calcio alla fortuna

κλοτσώ
ρήμα μεταβατικό

dare un ca`lcio, calcia`re

κλωτσώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κλοτσώ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλοτσοσκούφι κλου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---