Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλείσιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 chiusu`ra ~f~ τo κλείσιμo του χρηματοκιβωτίου == la chiusura della cassaforte | τo κλείσιμο ενός εργοστασίου == la chiusura di una fabbrica | τιμές κλεισίματoς του χρηματιστηρίου == chiusura di borsa
2 (fig) di ferita cicatrizzazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλείνω κλεισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---