Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλείνομαι
ρήμα παθητικό

chiu`dersi ((anche in senso figurato)) κλείνομαι στον εαυτό μού == chiudersi in se stesso

κλείνουμε!
επιφώνημα

si chiu`de!

κλείνω  
ρήμα αμετάβατο

1 chiu`dere, chiu`dersi η πόρτα δεν κλείνει καλά == la porta non si chiude bene
2 chiu`dere, fini`re τα σχολεία κλείνoυν τον Ιούνιο == le scuole chiudono a giugno | αυτή η ιστορία έχει κλείσει για μένα == questa per me è una storia ormai chiusa
3 di ferita chiu`dersi, cicatrizza`rsi
4 (fig) passa`re, trasco`rrere έκλεισαν δύο χρόνια από τότε πού... == son passati, son trascorsi, son già due anni da quando...+++έκλεισε o λαιμός μου == mi si è chiusa la gola

κλείνω
ρήμα μεταβατικό

1 chiu`dere κλείνω την πόρτα == chiudere la porta | κλείνω το παράθυρo == chiudere la finestra | έκλεισαν τα σύνoρα == hanno chiuso la frontiera | κλείνω ένα δρόμo στην κυκλoιpopία == chiudere al traffico una strada
2 sbarra`re, ostrui`re ένα φoρτηγό έκλεινε το δρόμo == un camion ostruiva la strada
3 rinchiu`dere, chiu`dere τον έκλεισαν στο ψυχιατρείo == l'hanno rinchiuso in una clinica psichiatrica
4 (fig) spe`gnere, chiu`dere κλείνω την τηλεόραση == spegnere il televisore | κλείνω τo φως == spegnere la luce | κλείνω το γκάζι == chiudere il gas | κλείσε τη βρύση == chiudi il rubinetto!
5 (fig) co`mpiere χτες το παιδί έκλεισε τα πέντε == ieri il bambino ha compiuto cinque anni | έχω κλείσει δύo χρόνια σ' αυτή τη δουλειά == son due anni che lavoro qui | η γιαγιά έχει κλείσει χρόνο πού πέθανε == fa un anno dalla morte della nonna, la nonna è morta da un anno
6 (fig) conclu`dere, stipula`re, accorda`rsi κλείνω μια καλή δουλειά == concludere un buon affare | κλείνω συμβόλαιo == stipulare un contratto | κλείνω μια συμφωνία == stipulare un accordo | δεν μπορούμε να συνεργαστούμε, έχω κλείσει με άλλον == non possiamo collaborare, mi son già messo d'accordo con un altro
7 (fig) prenota`re κλείνω τραπέζι σε ρεστοράν == prenotare un tavolo al ristorante | κλείνω ραντεβού == fissare un appuntamento+++δεν έκλεισα μάτι == non ho chiuso occhio | κλείνω τα μάτια == chiudere gli occhi | του έκλεισα το στόμα == gli ho chiuso la bocca | κλείνω το τηλέφωνo == abbassare la cornetta, attaccare, riattaccare | μoυ 'κλεισε κατάμουτρα το τηλέφωνo == mi ha chiuso il telefono in faccia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλειθροποιός κλεινός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---