Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλεισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κλείνω]
2 circoscri`tto
3 inclu`so
4 limita`to
5 rinchiu`so

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλείσιμο κλεισούρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---