Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλεισούρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 gola ~f~, stre`tta ~f~, va`lico ~m~
2 il chiu`so ~m~, il rinchiu`so ~m~, odo`re ~m~ di chiu`so μυρίζει κλεισούρα == c'è odore di chiuso, sa di rinchiuso
3 lo stare ~m~ chiu`so, rinchiu`so βαρέθηκα την κλεισούρα == sono stufo di stare chiuso in casa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλεισμένος κλειστογαμία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---