Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκλέπτης
ουσιαστικό αρσενικό variante letteraria di [κλέφτης] κλέφτης ουσιαστικό αρσενικό 1 ladro ~m~ κλέφτης!, κλέφτης! == al ladro! | κλέφτες πoδηλάτων == ladri di biciclette | κλέφτες αυτoκινήτων == ladri di automobili 2 ((per estensione)) truffato`re ~m~, imbroglio`ne ~m~, ladro ~m~ 3 storia ''clefta'', guerrigliero greco che si era rifugiato sui monti, in lotta contro il turco dominatore κλέφτρα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κλέπτης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |