Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλεφτά  
επίρρημα

furtivame`nte, di nasco`sto, di soppia`tto την κοίταζε στα κλεφτά == la guardava furtiνamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλέφθω κλεφτάκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---