Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κλειδοκρατόρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di
[κλειδοκράτορας]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κλειδί
κλειδομανταλωμένος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κλειδαμπαρώνω
{κλειδαμπά...
κλειδαράς
{κλειδαράδ...
κλειδαριά
[θηλ.ουσ]
κλειδαρότρυπα
{χωρ. γεν....
κλειδί
{κλειδ-ιού...
κλειδοκρατόρισσα
[θηλ.ουσ]
κλειδομανταλωμένος
[επίθ.]
κλειδούχος
[ουσ αρσ και θηλ.]
κλείδωμα
[ουσ ουδ.]
κλειδωμένος
[επίθ.]
κλειδωνιά
[θηλ.ουσ]
κλειδώνομαι
[ρ. παθ.]
κλειδώνω
{κλείδω-σα...
κλείδωση
{-ης κ. -ώ...
κλείθρο
[ουσ ουδ.]
κλειθροποιός
[ουσ αρσ ]
κλείνομαι
αόρ. έκλει...
κλεινός
[επίθ.]
κλείνουμε!
[επιφ.]
κλείνω
{έκλεισα, ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis