Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαψουρίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 piagnucola`re το κοριτσάκι κλαψούριζε, γιατί ήθελε παγωτό == la bambina piagnucolava, perché voleva un gelato
2 di cane guai`re, guaiola`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαψούρα κλαψούρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---