Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλάψα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pia`nto ~m~, lame`nto ~m~
2 lagna ~f~, piagniste`o ~m~, piagnucoli`o άσε τις κλάψες! == smettila con i piagnistei!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαυσίγελος κλαψιάρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---