Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαυθμυρισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 guai`to ~m~
2 lagna ~f~
3 mugoli`o ~m~
4 piagniste`o ~m~
5 vagi`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαυθμυρίζω κλαυμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---