Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάλτσα  
ουσιαστικό θηλυκό

calza ~f~, calzi`no ~m~ είναι διαβόλού κάλτσα == è un diavolo d'uomo, è più furbo del diavolo, ne sa una più del diavolo, è un furbo di tre cotte

κλάτσα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κάλτσα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλσόν κάλτσες  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ένα ζευγάρι κάλτσες = un paio [αρσ.] di calze


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---