Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλσόν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [καλτσόν]

καλτσόν  
ουσιαστικό ουδέτερο

collant ~mp~ /κολάν/

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλπουζάνικος κάλτσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---