Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάλυμμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

κάλυμμα s n 1 copertura, rivestimento, fodera αλλάζω καλύμματα στις πoλυθρόνες == cambiare le fodere delle poltrone 2 (spec) copricapo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάλυκας καλυμμαύκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---