Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλυτέρευση  
ουσιαστικό θηλυκό

migliorame`nto ~m~ σημειώθηκε σημαντική καλυτέρευση της υγείας του == c'è stato un notevole miglioramento nel suo stato di salute

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλύτερα καλυτερεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---