Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάλως
ουσιαστικό αρσενικό bene, in modo giu`sto καλώς έπραξες == hai agito bene | έχει καλώς == va bene, sta bene così | καλώς, ραντεβού στις εφτά == d'accordo, ci vediamo alle sette+++καλώς όρισες! == benvenuto!, ben tornato! | καλώς να ορίσει! == ben venga! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |