Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαμάρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 orgo`glio ~m~, compiacime`nto ~m~, vanto ~m~ μιλάει με καμάρι για τα παιδιά του == parla con orgoglio dei suoi figli | o μικρός έδειχνε με καμάρι τον έλεγχό του == il piccolo mostrava compiaciuto la pagella 2 ogge`tto ~m~ d'orgo`glio, di vanto είναι το καμάρι της οικογένειας == è l'orgoglio della famiglia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |