Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμακώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 arpiona`re, fiocina`re
2 (fig) abborda`re, accosta`re, arpiona`re, flirta`re, fare il filo, fare la corte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμακωμένος καμάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---